- ἔμψηφος
- ἔμψηφος, ον,A adorned with gems,
φιάλη IPE12.107
([place name] Olbia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιάλη IPE12.107
([place name] Olbia).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έμψηφος — ἔμψηφος, ον (Α) ο στολισμένος ή κατασκευασμένος με ψηφίδες ή με πολύτιμους λίθους … Dictionary of Greek
ἔμψηφος — adorned with gems masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek